Την Όλια Λαζαρίδου τη παρακολουθούσα από καιρό στο μπλόγκ της, και μου άρεσε ο τρόπος που χειριζόταν το νέο μέσο. Ηλεκτρονικοί ψίθυροι στην εποχή των απανταχού κραυγών. Έτσι θα το χαρακτήριζα. Το καλοκαίρι ανέβαζε τη Jelsomina, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η εμπειρία της παράστασης αυτής δεν μεταφέρεται εύκολα σε εικόνες. Έπρεπε να ήσουν εκεί για να μετέχεις. Η Όλια στο Πεδίο του Άρεως, μ'ένα ετερόκλητο κοινό από κάτω να τη παρακολουθεί, λουσμένη από το φως του φεγγαριού, στην κορυφή του Τροχόσπιτου της να ραπάρει τα βάσανα του έρωτά της για τον Μήτσο, ήταν μια σπάνια εμπειρία για όσους παρακολούθησαν την παράσταση αυτή και ένα στοίχημα για την ίδια που κερδίθηκε. Αφού είδα τη παράσταση της στέλνω ένα μέηλ , ζητώντας της αυτή τη συνέντευξη. Δέχεται. Κανονίζουμε να συναντηθούμε σ'ένα καφέ του κέντρου. Αργώ λίγο στο ραντεβού μας. Με περιμένει χαμογελαστή. Παραγγέλνουμε ένα χυμό για αυτήν και ένα καφέ για μένα. Καθώς περιμένουμε συζητάμε για λίγο εκτός συνεντεύξεως. Την παρατηρώ καθώς μιλάει. Φοράει ένα απλό άσπρο πουκάμισο κι ένα παντελόνι. Άβαφη. Γοητευτικά ατημέλητη. Κοιτάζω τα μάτια της. Κι αρχίζουμε να μιλάμε.
-Aπό που είναι η καταγωγή σου Όλια;
Δεν έχω καταγωγή. Είμαι βέρα Αθηναία, βερότατη! Ο πατέρας μου απο την Αθήνα, η μητέρα μου επίσης. Κάποια στιγμη μου είχε πει κάτι, είχε υπάρξει μια υποψία, ό, τι είχαμε κάποια μακρινή καταγωγή από τ' Άγραφα αλλά πήγα, ρώτησα,δεν βρήκα κάτι. Αθηναίοι λοιπόν αναντάμ παπαντάμ.
-Σε ποιά περιοχή μεγάλωσες;
Α, είμαι παιδί του κέντρου. Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στη Πλουτάρχου, κοντά στη Βασιλίσσης Σοφίας. Παρέες, σχολείο, όλα εκεί γύρω. Κολλέγιο, Αρσάκειο, καθαρόαιμος αστικός χώρος όπως καταλαβαίνεις.
-Τι γεύση σου έχει αφήσει σαν εποχή αυτή η συγκεκριμένη περίοδος; Δεκαετία του εξήντα, μεχρι τις αρχές του 70. Ταραγμένη αλλά και πολύ σημαντική. Εποχή που κυοφόρησε αριστουργήματα αλλά και το τέρας της Επταετίας. Τι αναμνήσεις έχεις;
Εγώ, όλο αυτό το κομμάτι μέχρι τα 18 μου ήταν λίγο σαν σε όνειρο. Κάπως έτσι πέρασε. Σαν να ήμουν κάπου αποσυρμένη, με δυο λόγια. Ο πραγματικός εαυτός είχε κάπου αποσυρθεί. Αυτό αισθάνομαι για όλο αυτό το κομμάτι από μνήμες και διάφορα άλλα. Μετά άρχισε, σιγά-σιγά να βγαίνει προς στην επιφάνεια αυτό πού είχε εντυπωθεί βαθιά μέσα μου.
-Συμμετείχες στη θεατρική ομάδα που υπήρχε τότε στο κολλέγιο;
Δε συμμετείχα ποτέ! Ντρεπόμουν απίστευτα.
-Μάλιστα! Έδώ εντοπίζω ένα μικρό παράδοξο. Και πως αποφασίζεις ν ασχοληθείς με το θέατρο;
Μάλλον οι διεργασίες γινόντουσαν υποδορίως , χωρίς να το καταλαβαίνω, δε ξέρω πως να στο εξηγήσω. Πως το λέει η Λαίδη στον Μάκμπεθ; "Σου λείπει η εποχή που χωρίς αυτήν η ζωή δεν θα είχε εποχές: ο ύπνος." Ε, μάλλον κάπου έκει έγινε η συνάντηση μεταξύ εμένα και του θεάτρου. Στον αιθερικό κόσμο.
-Τότε ήταν που αποφάσισες πως θα γινόσουν ηθοποιός;
Και αυτό όχι, δηλαδή απ'όσο μπορώ να καταλάβω, εγώ αφ'ότου άρχισα να πηγαίνω στη σχολή..
-Παιδί του Εθνικού ή του Θεάτρου Τέχνης;
Θέατρο Τέχνης, εκεί έδωσα εξέτάσεις εγώ.
-Τον πρόλαβες να διδάσκει τον Κουν;
Όχι, δεν τον πρόλαβα, είχε μεγαλώσει πια και δεν έκανε μάθημα. Ερχόταν που και που, σκηνοθετούσε αλλά δεν τον είχα δάσκαλο. Εγώ είχα την παλιά φρουρά, τον Κουγιουμτζή, τον Χατζημάρκο, τον Αρμένη, τον Λαζάνη, με τον οποίο είχα ιδιαίτερη επαφή επειδή ήταν ο κυρίως μας δασκαλος. Που λες, στο πρώτο έτος που είχα πάει στη σχολή, με είχε φωνάξει στο τέλος, ο Λαζάνης τότε θυμάμαι και μου είχε πει:"Μα παιδάκι μου εσύ όντως θέλεις ν' ασχοληθείς με το θέατρο;". Έδειχνα μπλαζέ εξωτερικά, τότε έντονα. Κάτι έγινε λοιπόν όταν μου το είπε αυτό και μετά το πρώτο έτος κάτι σαν να ξύπνησε μέσα μου και άρχισα πραγματικά ν'ασχολούμαι και μετά το κατάλαβα ότι κάνω για το θέατρο. Πήγαινα λίγο υπνοβατικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν συνειδητό, αυτό που λένε άλλοι πως από μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός κτλ. καμμία σχέση.
-Τι ήταν αυτό που ήθελες να γίνεις λοιπόν;
Α, τίποτα. Δεν ήθελα κάτι συγκεκριμένο. Θυμάμαι μάλιστα, πριν λίγο καιρό πως είχα βρεί ένα περιοδικό του Κολλεγίου στο οποίο στο τέλος της σχολικής χρονιάς γράφανε οι συμμαθητές κάποια μικρά σχόλια ο ένας για τον άλλο. Ε, για μένα είχαν γράψει πως η Όλια λόγω τον πολλών ταλέντων της δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι θα κάνει. Εκεί συνειδητοποίησα πως αποτελούσα όντως ένα ερωτηματικό ακόμα και για τους συμμαθητές μου.
-Ισχύουν αυτά που κυκλοφορούν σαν θρύλος πια για το Τέχνης;
Εν πολλοίς, ναι. Τότε ο Κούν ήταν μοναστήρι. Η τηλεόραση ήταν αποκλεισμένη, ο κινηματογράφος το ίδιο, αν μας έβλεπαν σε μπαρ ήταν κακό για μας, ήταν ασκητική η κατάσταση. Αλλά απ'όλο αυτό μου έχει μείνει κάτι καλό, τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια. Δε μου έμεινε κάτι αρνητικό, γιατί ήταν οικειοθελές, το διάλεγες. Και επίσης έπαιζε μεγάλο ρόλο για ποιό λόγο ασχολείσαι με τη τέχνη, τουλάχιστον τη τέχνη που εμένα μ'ενδιάφερε και μ'ενδιαφέρει. Υπάρχει στο θέατρο ένα κομμάτι ασκητικό με μια ευρύτερη έννοια, της αφιέρωσης, που το χρειάζεται κάποια στιγμή η τέχνη σου.
-Εκείνη η εποχή, κουτσά-στραβά, ευνοούσε αυτό που μου περιγράφεις. Κατά πόσο το σημερινό πλάισιο, που όλοι μας κινούμαστε, επιτρέπει τέτοιου είδους χαρακτηριστικά;
Κοίταξε, δεν το ευνοεί με τίποτα, αλήθεια είναι αυτό. Παρολ'αυτά πιστεύω πως οι άνθρωποι που πραγματικά έχουν ερωτευτεί κάτι, το αντικείμενο της δουλειάς τους εν προκειμένω, αυτό το ίδιο τους επιβάλλει, κάποια μορφή ασκητικότητας. Παντού όταν δίνεσαι γίνεσαι κοσμοκαλόγερος μ'ένα τρόπο, νομίζω. Το δόσιμο το ενέχει αυτό, το περιέχει.
-Η εποχή όμως σε φέρνει πια σ'επαφή με μια αγορά αδίστακτη και συντηρητική. Buy and sell, ξεδιάντροπα και άγαρμπα στη πλειοψηφία των περιπτώσεων. Πως κρίνεις ότι μπορεί να κινηθεί ο καλλιτέχνης μέσα σ'αυτό το πλαίσιο;
Κοιταξε, εξαρτάται. Δεν είναι πάντα έτσι. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μη μπορείς να το πουλήσεις, δε ξέρω τι γίνεται μετά. Εγώ προσπάθησα και προσπαθώ να κάνω αυτό που μπορούσα σύμφωνα με το χαρακτήρα μου, να το πουλήσω λίγο δηλαδή. Οσο λιγότερο γίνεται. Είναι λεπτές οι ισορροπίες, αλλά η αφιέρωση ενέχει κι αυτή τη πλευρά, δε γίνεται αλλιώς.
-Ο ηθοποιός σήμερα, ας πούμε, αν δεν παίζει στη τηλεόραση, για ένα μεγάλο μέρος του κοινού θεωρείται αθέατος, αόρατος. Εσένα με τα τηλεοπτικά πράγματα η σχέση σου ποιά είναι;
Απο μακριά κι αγαπημένοι. Ενίοτε κάνω κάποια πραγματάκια αλλά όχι πολλά. Είχα παίξει στη Χαμενη Άνοιξη σε σκηνοθεσία Χριστοφή στην κρατική, στη Προδοσία, στο Mega, στο Ταξίμ. Αυτά, δεν έχω παίξει άλλα. Κοίταξε, εγώ δεν έχω σχέση με την τηλεόραση. Όυτε έχω, ούτε έχουν μαζί μου, δεν είμαι από τα πρόσωπα που τους κάνουν εκατοντάδες τηλεοπτικές προτάσεις και λέω όχι. Ούτε μου λένε, ούτε θέλω, έχουμε μια σχέση εξ αποστάσεως. Ξέρεις αυτά είναι αμοιβαία, δεν είμαι από τα πρόσωπα που θα σκεφτεί ο άλλος για τη τηλεόραση. Αν προκύψει κάτι που θεωρώ πως με ενδιαφέρει μπορεί να το κάνω, αλλά γενικά είμαι πολύ φειδωλή σ’αυτό το κομμάτι, γιατι μου αποσπάει πολύ ενέργεια που μεγαλώνοντας θέλω να τη βάλω σε πράγματα που ονειρεύομαι κι αγαπάω. Ψάχνω λοιπόν μέσα σε αυτό το πλαίσιο τρόπους για να μπορώ να επιβιώνω.
-Κατά πόσο θεωρείς πως έχει επηρεαστεί το θέατρο απ΄αυτό το κλίμα;
Το θέατρο είναι κατεξοχην χωρος που περιέχει τα πάντα, από τα χειρότερα μέχρι τα καλύτερα,φιλοδοξία, ματαιοδοξία, υστεροβουλία, και τα αντέχει και τα χωράει όλα, και ο καθένας βρίσκει μέσα από το χώρο το χωράφακι του, αυτό που του αναλογεί κι αυτό καλλιεργεί. Εμένα πια αυτό δε με πειράζει, το θεωρώ δεδομένο. Πιο μικρή με σόκαρε αυτή η κατάσταση, αλλά πια το θεωρώ φυσιολογικό. Έτσι γίνεται παντού, και ενίοτε ξεφυτρώνουν άνθρωποι που εκπλήσσεσαι, οπότε.. Με ενοχλεί όταν γίνεται από αυτούς που υποτίθεται πως ανήκουν στον άλλο χώρο, τότε με ενοχλεί. Εκεί αισθάνομαι προδοσία. Γενικά στο χώρο του θεάτρου, δε με πειράζει να υπάρχουν απ’όλα, το καθ’ένα κάπου απευθύνεται. Όλα αυτά κάπου χρησιμευουν και χρειάζονται για να υπάρχουν, καταλαβαίνεις; Άλλωστε το έργο τέχνης είναι διαφανές και δυνατό την ίδια στιγμή και αυτός που έχει μάτια να δεί βλέπει. Είμαι αντίθετη με την επιβολή κανονων. Ο μόνος κανόνα που ακολουθώ εγώ, είναι να κάνεις αυτό το οποίο έχεις επιλέξει όσο πιο αληθινά και καλά μπορείς και να του δοθείς όσο το δυνατόν πιο πολύ, και μετά βρίσκεις το δρόμο σου.
-Ως θεατής έχεις αποψη για το τηλεοπτικό προϊόν;
Βλέπω λίγο, δεν έχω πολύ χρόνο έτσι κι αλλιώς. Για τις ειδήσεις ας πούμε προτιμώ να πάρω μια εφημερίδα. Μα δεν είναι κατάσταση αυτη με τα τηλεκαφενεία. Και φωνάζουν πάρα πολύ βρε παιδί μου, πάρα πολύ, πέραν όλων των άλλων. Αυτός ο τόνος με αποσυντονίζει, μου τρυπάει το κρανίο, πως να στο πω; Η κόλαση κανονικά.
-Δεν έχεις κι άδικο. Τελειώνοντας λοιπόν την σχολή δούλεψες για λίγο καιρό στο Τέχνης, και μετά;
Από τις πρώτες μου δουλειές εκτός σχολής, ήταν η Φιλουμένα Μαρτουράνο με την Έλλη Λαμπέτη.
-Α, από τις τελευταίες της δουλειές, δεν ήταν; Σκηνοθεσία Μάουρο Μπολονίνι και η Λαμπέτη να εκφέρει μοναδικά, με αυτή την ιδιαίτερη χροιά της, την περίφημη φράση από το έργο:"Τα παιδιά είναι παιδιά, Ντομένικο". Πως σου είχε φανεί αυτή η συνεργασία;
Ε, θα πω το προφανές για τη Λαμπέτη. Τη Λαμπέτη τη θαύμασα τρομερά, ήταν η ιδιοσυγκρασία της έτσι, μάγευε μέχρι και τις γάτες. Αυτό ήταν το πιο τρομερό απ’όλα που είχε. Ήταν φοβερά σαγηνευτική προσωπικότητα.
-Ο κινηματόγραφος τότε δε σε συναντά; Αν θυμάμαι καλά η πρώτη σου κινηματογραφική εμφάνιση έγινε στα Κουρέλια του Νικολαϊδη.
Ναι, Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα , ταινία που μετά έγινε cult. Αυτή ήταν η πρώτη μου, και μετά όπως καταλαβαίνεις ακολούθησαν διάφορες ταινίες, ένα αρκετά ενδιαφέρον ταξίδι στο κόσμο της εικόνας.
-Τι αίσθηση σου είχε αφήσει;
Ήταν ένας καινουριος χώρος, δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν,ούτε είχα καταλάβει πως αυτή η ταινία θα γινόταν μετά cult, όπως κι έγινε.
-Ο κινηματογράφος σαν χώρος σε προσέλκυε;
Όχι ιδιαίτερα, όχι, δεν μπορώ να πω πως είχα καμμιά ιδιαίτερη μανία με τον κινηματογράφο, αν και τελικά έπαιξα σε πολλές ταινίες μετά, αλλά κάπως έγινε, δεν υπήρχε κάποια τρομερή επιθυμία που με έσπρωχνε.
-Τον καλλιτεχνικό εαυτό σου πως θα τον χαρακτήριζες, που θα τον κατέτασσες; Στο κάδρο το κινηματογραφικό ή στο σανίδι του θεάτρου;
Στο θεατρικό σανίδι, ασυζητητί. Εκεί αισθάνομαι ολοκληρωμένη, ερμηνευτικά μιλώντας.
-Ποιός ήταν ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης; Είχες αγαπημένους σκηνοθέτες κινηματογραφικούς; Ας επικεντρωθούμε εκεί.
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό ακούγεται αντικειμενικό, σε σε σχέση με το αν ήταν οι ταινίες καλές η όχι, αλλά 2 άνθρωποι που θεωρώ εξαιρετικής αξίας, ήταν ο φίλος μου ο Χρήστος ο Βακαλόπουλος, με τον οποίο ήμασταν και φίλοι από 18 χρονών και ο Σταύρος Τσιώλης.
-Ο Σταύρος ο Τσιώλης. Ενδιαφέρουσα περίπτωση έλληνα κινηματογραφιστή. Είχε κάνει μια μόνο ταινία στη Φίνος Φίλμς, την τελευταία περίοδο του Φίνου, την Κατάχρηση Εξουσίας και μετά προσχώρησε-με μια 15ετή απουσία στο ενδιάμεσο- στον Ν.Ε.Κ.
Ναι, ναι.. Με τον Τσιώλη είχα κάνει αυτή τη ταινία , δε θυμάμαι τον τίτλο..
-Οι Ακατανίκητοι Εραστές δεν ήταν;
Ναι, αυτή ήταν. Μ 'ένα παιδάκι στη Τρίπολη. Που λες αυτοί οι 2 άνθρωποι είναι αγαπημένοι μου, πολύ. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
-Για πες μου τη γνώμη σου για τη περίοδο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Κοίταξε. Νομίζω πως ήταν μια άχαρη περίοδο για το ελληνικό σινεμά. Ήταν ένα στάδιο, πως να το όριζα; Της υπαρξιακής αναζήτησης ας πούμε και λίγο πολύ κουλτουριάρικο, με τη κακή έννοια, στερώντας την αναγκαία εξωστρέφεια, που το σινεμά σαν τέχνη πρέπει να διαθέτει. Ήταν αρκετά εσωστρεφείς οι ταινίες εκείνης της περιόδου, εκτός από μερικές εξαιρέσεις. Η Παραγγελιά του Τάσσιου, ας πούμε στην οποία είχα παίξει, είχε λαϊκή απήχηση και ήταν πολύ ωραία ταινία κατά την αποψή μου.Την είδα πρόσφατα και είχε κάτι. Η δεκαετία του 80 ήταν αρκετά άχαρη περίοδος πάντως για το σινεμά το ελληνικό σε σύγκριση με του 70. Ήταν παρ’ολες τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες πιο έντονη ως περίοδος ζυμώσεων και αποτελέσματος.Και ήταν και πιο αποτελεσματική.Η Ευδοκία ας πούμε είναι προϊον εκείνης της περιόδου.
-Εγώ διαφωνώ εδώ λιγάκι. Η Ευδοκία αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνη της για τον Ελληνικό κινηματογράφο. Ιδεολογικά, αισθητικά, κινηματογραφικά. Έσκασε σαν βόμβα στο τότε τοπίο, αλλά δεν βρήκε συνεχιστές. Ούτε καν μιμητές. Αν θέλουμε να το συνοψίσουμε, η Ευδοκία αποτελεί ένα μεταιχμιακό παράδοξο για τα κινηματογραφικά μας πράγματα. Εξαιρετικό χωρίς καμμιά αμφιβολία..Αλλά και χωρίς καμμιά συνέχεια, δυστυχώς. Κι ύστερα ήρθε ο Ν.Ε.Κ. που όλοι ξέρουμε.
Κάπως έτσι, νομίζω κι εγώ.
-Με τα blogs πως και ενεπλάκης; Ασχολιόσουν με την τεχνολογία ή ήταν μια έκλαμψη που έτυχε και πέτυχε;
Χαχα, και τα δυο, ναι. Γενικά έχω καλή σχέση με τη τεχνολογία, παραδόξως. Ενώ είμαι εντελώς χύμα στη ζωή, με τη τεχνολογία κάτι έχω, δε ξέρω.
-Ανεξόφλητα γραμμάτια.
Μπορείς να το πείς κι έτσι, ναι. Ασχολούμαι από τα πιο απλά, μέχρι και με τα πιο σύνθετα, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα σχετική. Δεν μπορώ να καταλάβω πως την απέκτησα αυτή τη δεξιότητα, πάντως την έχω. Βασικά με διασκεδάζει όλη αυτή η κατάσταση.
-Και δε σε φοβίζει, εν αντιθέσει με τους περισσότερους απο τη γενιά σου, έτσι αισθάνομαι..
Όχι καθόλου. Από πάντα το είχα αυτό το χαρακτηριστικό τώρα που θυμάμαι, μαθαίνω γρήγορα άλλωστε. Επίσης αυτό το κομμάτι μιας επικοινωνίας που δε γίνεται με τη θεατρική συνθήκη, αλλά με όρους άλλους, διαφορετικούς, της νέας εποχής, μου κίνησε το ενδιαφέρον και ήθελα να δοκιμάσω, να δω. Δε ξέρω πως κι αν θα το συνεχίσω, αλλά μέχρι στιγμής μ’ένδιαφέρει πολύ.
-Εγώ δεν έχω την αίσθηση πως είναι τόσο καινούριοι οι όροι, μιλώντας σαν πιο "παλιός blogger". Θα έλεγα πως είναι σίγουρα διαφορετικοί, αλλά αυτή την αίσθηση νεωτερικότητας στην ανθρώπινη επικοινωνία δεν την έχω εισπράξει. Πιο πολύ σαν ενα μετανεωτερικό επικοινωνιακό αχταρμά θα το χαρακτήριζα, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις.
Μα έτσι δε συμβαίνει και στην εξωιντερνετική μας ζωή; Οι ίδιοι είμαστε παντού, και ότι φορτίο μεταφέρουμε αυτό και μεταδίδουμε, σε όποιο χώρο και να κινούμαστε. Απλώς εγώ σκέφτόμουν, μιλώντας για τη δική μου περίπτωση πως υπάρχει ένα πάγωμα.Καταλαβαίνεις, η θεατρική σκηνή αυτόματα μας εξυψώνει και μας απομακρύνει κατά μια έννοια από το κόσμο, ενώ στο μπλόγκ μπορεί ο άλλος να μπεί πιο ισότιμα, να σου πει κάτι, να συζητήσει μαζί σου.
-Θεωρείς πως είσαι έτοιμη, πως είμαστε έτοιμοι οι περισσότεροι για συζήτηση, για επικοινωνία, για ψύχραιμη ανταλλαγή απόψεων; Η μέχρι τώρα πορεία της κατάστασης, το αντίθετο δείχνει.
Δε ξέρω ακόμα. Ακόμα είμαι περίεργη πάντως και θέλω να δώ αν ισχύει. Αυτό ήταν το κίνητρο που με ώθησε στο ν’ασχοληθώ. Αν δεν ισχύει, μπορεί και να μη το συνεχίσω. Δεν έχω υπογράψει δα και κανένα συμβόλαιο.
-Η επωνυμία επηρεάζει στο μικρόκοσμο του ίντερνετ και του blogging πιο ειδικά; Ποιά η γνώμη σου;
Σίγουρα. Έχει πάλι να κάνει με τον καθένα όμως. Έγώ αυτό το στοιχείο δε το καλλιεργώ καθόλου. Αφήνω χώρο να προκύψουν πράγματα και από τις 2 πλευρές. Τώρα αν δε προκύψουν..
-Πως λειτουργείς Όλια, πως δραστηριοποιείσαι μέσα σε αυτό που θα ορίζαμε ως πραγματικότητα;
Α, εγώ είμαι σαν τα ζωάκια, κινούμαι από ένστικτο, φαινομενικά χωρίς στόχο και πρόγραμμα, αλλά τελικά είναι πάρα πολύ συγκεκριμένος και η πορεία και ο στόχος και το πρόγραμμα γιατί με κινεί κάτι άλλο που δε περνάει από το ορθολογιστικό κομμάτι. Κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα σ’εμένα, αυτό έχω καταλάβει.Ακολουθώ τη γλώσσα της ψυχής μου με λίγα λόγια.
-Ακούς το Άλλο Σώμα λοιπόν και δίνεις σημασία στην φωνή του, ε;
Δεν το καταλαβαίνω πάντα, αλλά κάπως έτσι συμβαίνει. Έχει το τρόπο της να κινείται η ψυχή προς τα εκεί που θέλει και δεν είναι απαραίτητο να κυριαρχεί το συνειδητό κομμάτι. Εκ των υστέρων γυρνώντας πίσω και σκεπτόμενοι ανακαλύπτουμε πως υπήρχε κρυμμένη κάποιου είδους σοφία σ’αυτό, αλλά δε το καταλαβαίνεις την ώρα που το κάνεις.Εγώ έτσι λειτουργώ και στις επιλογές μου τις θεατρικές, έτσι και στη ζωή.
-Να υποθέσω λοιπόν πως κάπως έτσι συναντηθήκατε με τη Jelsomina, το καλοκαιρινό σου θεατρικό πείραμα που πήγε και πάρα πολύ καλά.
Ακριβώς! Καλά υπέθεσες. Μια άλλη όψη αυτού που σου περιέγραψα συνέβη και σ'αυτή τη περίπτωση. Ήθελα πραγματικά να βγώ έξω, να βγώ από τη θεατρική σύμβαση, και όντως τα κατάφερα. Άνθρωποι που πιθανόν δε θα ερχόντουσαν ποτέ να με δούν στο θέατρο με είδαν με αυτή τη παράσταση. Μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμαστώ σε καινούρια μάτια, έξω από τα περιχαρακωμένα όρια και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό, καταλαβαίνεις;
-Σε καινούρια μάτια και σε καινούριο περιβάλλον, συμφωνώ απολύτως. Ήμουνα σε μια από τις παραστάσεις και το είδα αυτό που λές, την είδα αυτή τη ζύμωση που μου περιγράφεις.
Ε,ναι, και ειδικά στα θέατρα τα ενναλακτικά που δουλεύω εγώ το κοινό είναι πολυ συγκεκριμένο, ξέρεις τι είδους κοινό θα έρθει το Σάββατο, τι είδους κοινό θα’ρθει τις Τετάρτες, τις Πέμπτες, με τα χρόνια γίνεσαι γνώστης της κατάστασης που επικρατεί, και μετά από κάποιο σημείο αρχίζεις να κουράζεσαι, θέλεις να δοκιμάσεις και κάτι άλλο. Έτσι προέκυψε η Jelsomina.
-Το έργο το γνώριζες από κάπου;
Όχι, έπεσα τυχαία ψάχνοντας στο ίντερνετ, προς επίρρωση όσων σου έλεγα προηγουμένως.
-Τι σου τράβηξε το ενδιαφέρον κι αποφάσισες να το ανεβάσεις;
Μου άρεσε αυτό το εκρηκτικά αθώο που έχει αυτό το πλάσμα, το οποίο είναι σαν ότι ζεί να γράφεται απάνω του για πρώτη φορά. Αυτό είναι συγκλονιστικό, και αυτό ήταν που μου άρεσε και πιο πολύ σε αυτό το πρόσωπο. Και δουλευοντάς το αυτό εσωτερικά ξανανακαλύπτεις κι εσύ τη πηγή της φρεσκάδας μέσα σου, κατάλαβες;
-Εμένα πάντως μου το μετέδωσες αυτό το συναίσθημα και με το παραπάνω όταν σε παρακολούθησα. Πως πήγαν οι παραστάσεις μέχρι τώρα; Νιώθεις ικανοποιημένη;
Κοίταξε από τις 2 πρώτες στη Πειραιώς, όχι και τόσο. Ήμουν κι εγώ πάρα πολύ τσιτωμένη, υπήρχαν διάφορα τεχνικά προβλήματα που ευτυχώς στη πορεία καταφέραμε να τα λύσουμε, και το πιο βασικό, δεν ήταν στο φυσικό της χώρο η παράσταση. Στη Πειραιώς το τροχόσπιτο αυτό που σχεδίασε ο Σωκράτης Σωκράτους, λειτούργησε σαν σκηνικό, μόνο που δεν είναι σκηνικό, είναι το ίδιο μια αυτόνομη θεατρική σκηνή. Και ο τρόπος που επιλέξαμε με το σκηνοθέτη να το παρουσιάσουμε, που είχε αυτό το monumentally unpretentious, που είναι χύμα βρε παιδί μου, έγινε με σκόπο το για το που θα παρουσιαστεί, σ’ένα κοινό ως επι το πλείστον μη θεατρικό. Είναι πολύ διαφορετικό να βλέπεις αυτό το πρόσωπο στο Πεδίο του Άρεως, να συνομιλεί με παιδάκια, με γιαγιάδες, με μετανάστες, απ’ότι να το βλέπεις στη Πειραιώς στο χώρο του Φεστιβάλ. Εγώ σιγουρεύτηκα στη πρώτη παράσταση που κάναμε έξω, στο Κεραμεικό, εκεί είναι που πάτησα γερά στα πόδια μου, που βεβαιώθηκα.
-Εντωμεταξύ, δε ξέρω με ποιό τρόπο το ανεβάζουν στο εξωτερικό αλλά το κλειδί που διαλέξατε για ανοίξετε τη πόρτα του δωματίου της ερμηνείας του έργου, ήρθε και ταίριαξε σχεδόν σατανικά με τη παράδοση των δικών μας μπουλουκιών. Ήταν , όσο και αν ακούγεται αντιφατικό, ένα μονοπρόσωπο μπουλούκι στην ουσία, ε;
Ναι, έτσι είναι, συμφωνώ απολύτως μαζί σου.
-Πως περνάς τις ημέρες σου;
Ήσυχα. Διαβάζω , μπαίνω στο μπλόγκ μου, βγαίνω με τους φίλους μου, συνηθισμένα πράγματα.
-Έγραψες κάτι ωραίο στο προτελευταίο σου πόστ.
Αυτό με τα χέρια λές; Είναι από μια παράσταση που είχαμε κάνει στο Βογιατζή, το Θείο Βάνια και έπαιζα με τη Λυδία τη Κονόρδου η οποία είναι μια αιματώδης προσωπικότητα. Αυτή έκανε τη Σόνια κι εγώ την Ελένα. Εντωμεταξύ σαν ιδιοσυγκρασίες, η μέρα με τη νύχτα τελείως. Η Λυδία όταν την πιάνει αγχος παθαίνει υπερθερμία, ενώ εγώ παθαίνω το ανάποδο, ασπρίζω, κρυώνω.
-Ήσασταν δηλαδή μια κρυώνω μια ζεσταίνομαι, δηλαδή, αυτό θέλεις να μου πείς;
Χαχα, ναι, και όλο αυτό μας έφερε πολύ κοντά κατά τη διάρκεια των παραστάσεων κατά ένα παράξενο τρόπο. Ήταν ένα αίσθημα πολύ κοντινό, πολύ συγκινητικό. Και πολύ αληθινό.
-Υποκριτική και αλήθεια. Συνυπάρχουν στη ίδια πρόταση. Συνυπάρχουν στο θέατρο;
Θεωρώ πως ειναι το δυσεύρετο ζητούμενο. Είναι δυσεύρετο αλλά αποτελεί ζητούμενο. Τι είδους αλήθεια είναι αυτή, είναι μια μεγάλη κουβέντα, δεν ξέρω κι εγώ πως να το εκφράσω. Δε θα έλεγα τόσο η αλήθεια, όσο η νοσταλγία για την αλήθεια. Δεν είναι η αλήθεια, είναι η νοσταλγία για το απόλυτο, αλλά δεν είναι το απόλυτο. Αυτό προσπαθεί να κάνει η τέχνη της υποκριτικής. Να χαρτογραφήσει αυτή την περιοχή.
Το ραντεβού μας ήταν στις 12. Κοίταξε το ρολοϊ της. Έδειχνε 2. Ο χρόνος της συνέντευξης είχε τελειώσει.Η φωτογραφία που είχες βάλει στο πόστ που είχες αφιέρωσει στη παράσταση από που ήταν; με ρωτάει καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Από κάποια ιντερνετική ανασκαφή μάλλον. Σου άρεσε; τη ρωτάω. Πολύ, και κατά ένα περίεργο τρόπο, καθόλου αυτονόητο, ήρθε και ταίριαξε φοβερά, είχε κάτι πολύ κοντινό με αυτό που φέρει αυτή η παράσταση, μου λέει χαμογελώντας και ανεβαίνει στο μηχανάκι της, βάζει μπροστά και χάνεται μέσα στην τρομερή αθηναϊκή ηρεμία των πραγμάτων.